εντεριώνιος

εντεριώνιος
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντεριώνη
2. φρ. «εντεριώνιες ακτίνες» — ελάσματα κυτταρικού ιστού τα οποία στα δικοτυλήδονα φυτά συνδέουν την εντεριώνη με τον φλοιό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”